καρδούλα

καρδούλα
η сердечко;

§ καρδούλα μου — милый мой, мой дорогой; — милая моя, дорогая моя;

τό λέει η καρδούλα του — он храбрый, бесстрашный


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "καρδούλα" в других словарях:

  • καρδούλα — η (Μ καρδούλα) 1. (υποκορ. τού καρδιά) μικρή, τρυφερή, αγαπητή καρδιά 2. γυναικείο κόσμημα που έχει σχήμα καρδιάς 3. φρ. α) «καρδούλα μου» (ως προσφώνηση αγαπημένου προσώπου) αγάπη μου β) «τό λέει η καρδούλα του» είναι θαρραλέος, τολμηρός γ)… …   Dictionary of Greek

  • καρδούλα — η υποκορ. του καρδιά χρησιμοποιείται ως προσφώνηση συμπάθειας: Τι κάνεις, καρδούλα μου; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Os Ton Paradeiso — Ως Τον Παράδεισο Studio album by Keti Garbi Released 1993 Recorded 1993 …   Wikipedia

  • Despina Vandi Live — Despina Vandi: Live Live album by Despina Vandi Released December 08, 2003 Recorded 2003 …   Wikipedia

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • μαυρίζω — (Μ μαυρίζω) [μαύρος] 1. καθιστώ κάτι μαύρο, προσδίδω σε κάτι μαύρο χρώμα («σέ μαύρισε για τα καλά ο ήλιος») 2. φαίνομαι μαύρος («μαυρίζει σαν κόρακας») 3. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) μαυρισμένος, η, ο(ν) θλιβερός, λυπημένος («Ω μαυρισμένη μου ψυχή …   Dictionary of Greek

  • πετώ — πετῶ, άω, ΝΜ 1. ίπταμαι, μετακινούμαι κουνώντας ρυθμικά τα φτερά μου («όταν πετά και κελαηδεί») 2. μτφ. κινούμαι ολοταχώς («οι λογισμοί πετάξανε, στον ουρανό εφτάσα», Ερωτ.) 3. βαδίζω γρήγορα, τρέχοντας («επετούσαν προς την οικίαν εκείνην», Παπαδ …   Dictionary of Greek

  • πικρομάρουλο — το, Ν·.1. το φυτό κιχώριο, η πικραλίδα 2. παροιμ. «πολλά φαες, καρδούλα μου, φάε και πικρομάρουλα» παρηγορήσου, κάνε υπομονή, έχεις περάσει και καλές μέρες στο παρελθόν …   Dictionary of Greek

  • Μπαλτά, Γαλάτεια — (Ιωάννινα 1920 –). Φυσιογνώστρια και λογοτέχνης. Σπούδασε γεωπονία και φυσιογνωσία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και μουσική στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης (βιολί). Σταδιοδρόμησε ως καθηγήτρια φυσιογνώστρια στην Ελληνογαλλική Σχολή… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»